- φιλιέρα
- η, Ν1. (υφαντ.) μεταλλικό εξάρτημα μηχανής κλωστοποιήσεως συνθετικών ινών, αλλ. ακροφύσιο κλωστοποιήσεως ή μπεκ κλωστοποιήσεως ή νηματοποιητής2. τεχνολ. εργαλείο διάνοιξης σπειρώματος κοχλία, βίδας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συρματοποίηση — Φάση της διαδικασίας για την επεξεργασία των μετάλλων, των πλαστικών υλών και των ελαστικών, που αποσκοπεί στην παραγωγή συρμάτων, σωλήνων ή λεπτών ράβδων κλπ. Η συνηθισμένη μέθοδος βασίζεται στη διέλευση των υλικών μέσα από μια σειρά από τρύπες… … Dictionary of Greek